καλτσοδέτα

καλτσοδέτα
η подвязка для чулок, носков

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καλτσοδέτα" в других словарях:

  • καλτσοδέτα — καλτσοδέτα, η και καλτσοδέτης, ο ελαστική ταινία με την οποία συγκρατείται η κάλτσα: Δεν έβαλα καλτσοδέτα και μου πέφτουν οι κάλτσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλτσοδέτα — η ελαστική ταινία με την οποία η κάλτσα συγκρατείται πάνω ή κάτω από το γόνατο, κνημοδέτης, γονατόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσοδέτης, ο, μεταπλασμός σε θηλ. γένος από το κάλτσα, η] …   Dictionary of Greek

  • καλτσοδέτης — ο καλτσοδέτα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα + δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • κνημοδέτης — ο ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο δέτης, μυστακο δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • περικνημίδα — Τμήμα της πανοπλίας, που προστάτευε το μπροστινό μέρος του ποδιού του πολεμιστή → πανοπλία. * * * η / περικνημίς, ίδος, ΝΜΑ (νεολλ.) 1. περίβλημα τής κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα 2. καλτσοδέτα 3. φρ. «παράσημο(ν) τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»